σωφρονικώς

σωφρονικώς
Α
επίρρ. βλ. σωφρονικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σωφρονικῶς — σωφρονικός naturally temperate adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωφρονικός — ή, όν, Α [σώφρων, ονος] 1. ο εκ φύσεως φρόνιμος, συνετός 2. (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει σωφροσύνη 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σωφρονικόν η σωφροσύνη, η φρονιμάδα. επίρρ... σωφρονικῶς Α με σωφροσύνη, με φρονιμάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”